Βαφύρα

Βαφύρα
Βαφύρᾱ , Βαφύρης
masc nom/voc/acc dual (doric)
Βαφύρᾱ , Βαφύρης
masc voc sg (attic doric)
Βαφύρᾱ , Βαφύρης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βαφύρας — Βαφύρᾱς , Βαφύρης masc acc pl (doric) Βαφύρᾱς , Βαφύρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… …   Dictionary of Greek

  • Πύδνα — Αρχαία πόλη της Πιερίας κοντά στο ακρωτήριο Αθεράδα. Εμφανίζεται σε νομίσματα από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. και αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Θουκυδίδη (I. 137) ως Πύδνα η Αλεξάνδρου (εννοείται ο Αλέξανδρος A’ της Μακεδονίας), με αφορμή τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”